Προστασία του έργου.

Βερνίκωμα

ΣΗΜ: Για να τονώσουμε τα χρώματα της εικόνας πριν το βερνίκωμα περνάμε αυγόξυδο

Οι κύριες αιτίες φθοράς του ξύλου είναι η υγρασία , η θερμότητα , η ρύπανση της ατμόσφαιρας, τα έντομα , οι μικροοργανισμοί και τέλος ο ανθρώπινος παράγοντας. Πολλές από τις φυσικές ιδιότητες του ξύλου όπως είναι η αντοχή, η πλαστικότητα , η μεταβολή των διαστάσεών του λόγο της υγρασίας, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε κάθε του σημείο, λόγο της κυτταρικής δομής του και της ινώδης υφής του.Για παράδειγμα, διαφορετική είναι η συμπεριφορά του λόγο της αυξομείωσης της υγρασίας στον ρόζο και διαφορετική στο υπόλοιπο ξύλο. Αυτή η ανισότροπη συμπεριφορά, μαζί με τα κύρια αίτια φθοράς του είναι οι παράγοντες της παθογένειάς του, όταν εκτείθεται στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες. Μια καλή θερμοκρασία για την καλή διατήρηση μιας εικόνας θεωρείται μεταξύ 18 και 21 βαθμών Κελσίου, πράγμα που φαίνεται περισσότερο εφικτό στον ελλαδικό χώρο, απ'ότι στις βόρειες χώρες.

Σκοπός του βερνικιού είναι να αποτελέσει ένα προστατευτικό στρώμα, ένα λεπτό φιλμ, διαφανές και άχρωμο, συνεχές, λεπτό και ελαστικό και με μεγάλη διάρκεια ζωής. Τα επικαλυπτικά αυτά υλικά εφαρμόζονταν λοιπόν

είτε για προστασία:

α) διατηρούν την υγρασία στη μάζα του ξύλου σε πιο σταθερά επίπεδα,

β) εμποδίζουν την διάχυση στο ξύλο , επιβλαβών ουσιών της ατμόσφαιρας (υγρών και αερίων),

γ) προστατεύουν από μηχανικές καταπονήσεις,

δ) προστατεύουν από το ορατό και το υπεριώδες,

ε) επιτρέπουν την αφαίρεση επιφανειακών ρύπων χωρίς να επηρεάζεται η ξύλινη επιφάνεια,

είτε για αισθητικούς λόγους:

α) δίνουν ζωντάνια και λάμψη στα χρώματα και στιλπνότητα στο σύνολο της εικόνας

β) τονίζουν τα "νερά" του φυσικού ξύλου,

γ) προσδίδουν στιλπνότητα,

δ) εξομαλύνουν μικρές ανομοιογένειες στην επιφάνειά του,

ε) προσφέρουν δυνατότητες χρωματισμού του ξύλου

Το βερνικι είναι συνδυασμός ενός ξηραντικού ελαίου (πχ.λινέλαιο), μιάς ρητίνης κι ενός αραιωτικού ή διαλύτη (πχ.νέφτι, αλκοόλη, ελαφρό πετρέλαιο ή αλλιώς white spirit). 

Μετά την εφαρμογή και αφού ο διαλύτης εξατμιστεί εξ ολοκλήρου, τα βερνίκια ρητίνης σκληραίνουν. Τα ακρυλικά και υδατοδιαλυτά σκληραίνουν με την εξάτμιση του νερού, αλλά αργούν να σκληρύνουν. Βερνίκια από έλαια και εποξικά παραμένουν υγρά ακόμα και μετά την εξάτμιση του διαλύτη, αλλά περνάνε διαδοχικά στάδια ξήρανσης (υγρά-παχύρρευστα-κολλώδη-ξηρά-κομμιώδη-στεγνά-σκληρά). Η θερμότητα και η υγρασία παίζουν καθοριστικό ρόλο στον χρόνο ξήρανσης, ο οποίος επιταχύνεται με το ηλιακό φως, την υπεριώδη ακτινοβολία και την θερμότητα.

Μιας και η επιφάνεια του βερνικιού είναι η πρώτη που εκτίθεται στις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν μέσα στον ιερό χώρο, είναι και η πρώτη που υφίσταται τις πρώτες φθορές και καταπονήσεις. Ό,τι "βαραίνει" τα υπόλοιπα στρώματα της εικόνας, βαραίνει και το βερνίκι. Μέσα στον ίδιο χώρο άλλωστε, οι επιπτώσεις είναι πάντα ίδιες και οι φθορές του βερνικιού είναι λίγο πολύ σχετικές με της φθορές της ζωγραφικής επιφάνειας : απώλεια λάμψης και δυσχρωματισμός , από διαφανές γίνεται σιγά-σιγά κίτρινο, καφέ, μαύρο και ομιχλώδες , κρακελάρει , οξειδώνεται, διακρίνονται τα εξάρματα και τελικώς παραμορφώνεται. Το βερνίκι λειτουργεί ως προστατευτικό στρώμα καθώς καλύπτει το χρωματικό στρώμα και είναι αυτό που έρχεται σε άμεση επαφή με το φως σε συνδυασμό με το οξυγόνο και τους ρύπους της ατμόσφαιρας. Άμεσο αποτέλεσμα είναι η έντονες αλλοιώσεις του.

Ρητίνη ονομάζεται κάθε ουσία ενός υγρού που θα πήξει σε ένα σκληρό υαλώδες σμάλτο σαν  τελείωμα. Οι ρητίνες είναι οργανικές ενώσεις, είτε φυτικές, που εκκρίνονται από φυτά ( φυτικοί χυμοί, κόμμεα, ή κόλλες), είτε ζωικές που εκκρίνονται από έντομα (γομαλάκα), είτε συνθετικές σαν υγρά μονομερή των θερμοσκληραινόμενων πλαστικών. Ρητίνες σχηματίζουν και τα φυσικά μείγματα, όπως οι ελαιορητίνες (μείγμα ενός λαδιού και μιας ρητίνης) ή οι κομμεορητίνες (μείγματα με φυσικό κόμμι ή κολλώδεις ουσίες) . Οι σκληρές διαφανείς ρητίνες, όπως κοπάλια, δαμμάρες, μαστίχα και καλλιτρίδες χρησιμοποιούνται κυρίως για βερνίκια και κόλλες, ενώ οι πιο μαλακές αρωματικές ελαιορητίνες όπως το λιβάνι, το έλεμι, το νέφτι, η τουρπεντίνη,η κοπάιμπα και οι κομμεορητίνες, που περιέχουν αιθέρια έλαια, χρησιμοποιούνται πιο πλατιά για θεραπευτικούς σκοπούς και θυμιάματα.

Το βερνίκι είναι ένα δύσκολο κεφάλαιο για τον αγιογράφο. Ούτε ιδιαίτερη εξειδικευμένη βιβλιογραφία υπάρχει, αλλά και οι περισσότεροι, είτε βασίζονται στις εμπειρίες των παλαιοτέρων, είτε ταλαιπωρούνται για χρόνια προκειμένου να καταλήξουν στον τύπο και το είδος βερνικώματος που τους ταιριάζει.

ΤΙ ΒΕΡΝΙΚΙ ΘΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΩ;

Το πρώτο που πρέπει να γίνει αποδεκτό είναι ότι μία βερνικωμένη εικόνα δεν εξασφαλίζει απαραίτητα και την μακροζωία της, ανεξάρτητα του τύπου βερνικιού που χρησιμοποιήθηκε. Διασώζονται εικόνες παρελθόντων εποχών με φθορές σημαντικές που ακριβώς οφείλονται στο βερνίκι (κιτρίνισμα, θάμπωμα, οξείδωση, συρρίκνωση, απολέπιση, γήρανση, φαινόμενα blooming, crazing, κλπ). Αυτό, γιατί το ξύλο είναι ευμετάβλητο και εύκολα προσβαλλόμενο υλικό από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Ακόμα και η σύσταση της αυγοτέμπερας, πόσο δηλαδή περιέχει τη σωστή αναλογία σκόνης/αυγού μπορεί να επηρρεάσει την απορρόφηση της επικάλυψης από το ίδιο το ζωγραφικό μέρος.

Η πρώτη γραπτή αναφορά για χρήση επικαλυπτικών υλικών γίνεται από τον Θεόφιλο τον 11ο αιώνα. Σε πρώτη φάση χρησιμοποιήθηκαν εφαρμόστηκαν οι φυσικές ρητίνες: βερνίκι μαστίχας από τον κορμό του ομώνυμου δέντρου, βερνίκι δάμαρης επίσης από κορμό δέντρου, βερνίκι από κολοφώνιο από τη ρητίνη πευκοειδών στην Ινδονησία, βερνίκι γομαλάκας από εκκρίσεις εντόμων, βερνίκι κοπαλίου από κορμούς δέντρων της Αφρικής και της τροπικής Αμερικής, βερνίκι από ρητίνη κεχριμπαριού από κωνοφόρα δέντρα σε απολιθωμένη κατάσταση, βερνίκι σανδαράχης από ρητίνη δέντρου σε Αφρική και Αυστραλία. Η δάμαρη και η μαστίχα έχουν ως διαλύτη το τερεβινθέλαιο (ή το οινόπνευμα), ενώ η γομαλάκα την αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα). Τα παραδοσιακά βερνίκια των προηγούμενων αιώνων έφτασαν μέχρι την εποχή μας να έχουν ελάχιστες ή καθόλου φθορές, πράγμα που αποδεικνύει την αντοχή τους στον χρόνο, ενώ, επειδή προέρχονται από τη φύση, έχουν το πλεονέκτημα να δένουν καλύτερα με τα υπόλοιπα φυσικά υλικά που έχουν προηγηθεί στην κατασκευή της εικόνας, δηλαδή την κουνελόκκολλα (παραδοσιακός τρόπος στοκαρίσματος) και την αυγοτέμπερα.

Οι φυσικές ρητίνες εύκολα οξειδώνονται αλλάζοντας όψη (κιτρίνισμα), ενώ με την πάροδο του χρόνου έχουν την τάση να σκληραίνουν και να συρρικνώνονται . Επίσης, σε υψηλές θερμοκρασίες τα βερνίκια αυτά, ιδιαίτερα εκείνα με χαμηλό σημείο τήξης όπως το κολοφώνιο, μαλακώνουν και έχουν την τάση να προσελκύουν την σκόνη και τους ρύπους της ατμόσφαιρας. Άλλα,πάλι, όπως η γομαλάκα έχουν ευαισθησία στην υγρασία που μεταβάλλει το χρώμα τους.

Η Σανδαράχη και η Δάμαρη είναι τα επικρατέστερα βερνίκια από αυτά προσφέροντας το πλεονέκτημα της εύκολης αφαίρεσής τους στις περιπτώσεις συντήρησης, ενώ στεγνώνουν γρήγορα και δένουν καλύτερα με την αυγοτέμπερα ακόμα και όταν χρειάζεται να βερνικωθεί σχετικά νωρίς μια εικόνα. Η πρώτη ανήκει στην κατηγορία των σκληρών ρητινών, συναντάται σε μορφή κόκκων, διαλύεται με καθαρό οινόπνευμα σε αναλογία 1:2, περνιέται δύο χέρια και ξηραίνεται σε ένα τέταρτο.Το διάλυμμα σανδαράχης χρειάζεται περίπου δύο μέρες να διαλυθεί. Για να μαλακώσει η σανδαράχη προσθέτουμε ελάχιστη ποσότητα (10%) αραιού διαλύμματος ελαιορητίνης έλεμι (1 κουταλάκι έλεμι σε 1 ποτήρι οινόπνευμα). Πυκνότερο διάλυμμα θα έχει σαν αποτέλεσμα να μην ξηραίνετε το βερνίκι και να κολλάει. Σαν συνέχεια μπορεί να περαστούν δύο χέρια βερνίκι.

Η Δάμαρη αντίθετα κατηγοριοποιείται στις ημίρευστες, μαλακές ρητίνες. Θεωρείται ότι έχει ίσως τις καλύτερες ιδιότητες από τις φυσικές ρητίνες, παρόλα αυτά και αυτή κιτρινίζει έντονα με τη γήρανση. Η batavia dammar (από την Ινδονησία) που ο Κ. Πλακωτάρης συστήνει ως την καλύτερη επιλογή για χρήση στην ζωγραφική, διαλύεται πλήρως στο τερεβινθέλαιο ενώ άλλα είδη δάμμαρης μόνο εν μέρη. Οι απόψεις, ως προς το ποια από τις δάμμαρες είναι η καλύτερη σε εφαρμογές στην ζωγραφική ανάμεσα στην Βataviaκαι αυτήν της Singapore, διίστανται. Η δεύτερη επιλέγεται συχνά από τους συντηρητές έργων τέχνης και είναι φθηνότερη της Βatavia.

Για το βερνίκι δάμαρης μπορείτε να ακολουθήσετε τη συνταγή του π. Καλλίνικου Σταυροβουνιώτη "Η τεχνική της αγιογραφίας" με παράρτημα τοιχογραφιών του Πανσέληνου από το Πρωτάτο του Αγίου Όρους. (Λευκωσία, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, 1996. ISBN 9963808905[6]). Προσθέτοντας ελάχιστο καθαρό κερί μέλισσας αποκτά υφή ματ. Σε έτοιμη μορφή χρησιμοποιείστε το LUKAS DAMMAR VARNISH διαλυόμενο με turpentine

* Προσοχή: η δάμαρη δε στεγνώνει το ίδιο καλά με τη χρήση κάποιων χρωμάτων.

Η γομμαλάκα (Shellac) διαλύεται σε καθαρό οινόπνευμα σε αναλογία 1 προς 2 . Δεν χρησιμοποιείται σε εξωτερικές επιφάνειες, αφού έχει ευαισθησία με το νερό. Μπορεί να απλωθεί σαν υπόστρωμα στα άλλα βερνίκια. Αφήνεται το διάλυμμα να ηρεμήσει ώστε να καθίσει το κερί που περιέχεται σε αυτήν και να αποκτήσει διαφάνεια. Κυκλοφορεί, βέβαια, και σαν καθαρή χωρίς κερί, αφού αυτό έχει αφαιρεθεί. Πριν τη χρήση σουρώνεται. 

Στα μέσα του 20ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους και οι συνθετικές ρητίνες, υλικά με ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες των φυσικών ρητινών. Πρόκειται για υγρά μεγάλου ιξώδους, που με την εξάτμιση του διαλύτη τους στερεοποιούνται. Δημιουργήθηκαν με σκοπό αρχικά να χρησιμοποιηθούν σαν στερεωτικά, παρουσιάζουν όμως συμπτωματικά κάποιες οπτικές ιδιότητες, που έχουν και οι φυσικές ρητίνες, όπως η στιλπνότητα ή ο κορεσμός του χρώματος.

Τα συνθετικά βερνίκια κατηγοριοποιούνται σε: α) μεγάλου μοριακού βάρους πολυμερή όπως το γνωστό Paraloid B72 και β) μικρού μοριακού βάρους όπως οι ρητίνες κετόνων, γνωστές και ως κυκλοεξανόνες π.χ το KetoneRezin N, το MS2A, το Laropal K80 36 , οι ρητίνες υδρογονωμένων υδρογονανθράκων σαν το Regalrez 1094 και το Arkon P90 και τέλος οι ρητίνες αλδεϋδών όπως το Laropal A81.

Κι ερχόμαστε στην ερώτηση: ποιές οι διαφορές ανάμεσα στα βερνίκια σε σχέση με τον διαλύτη τους; Ακρυλικά, Λαδιού, Γομμαλάκας ή Νερού;

Τα ακρυλικά με οργανικούς διαλύτες διαλύονται με white spirit . Κάποια είναι πολύ σκληρά, τόσο, που άμα ξηρανθούν και μαυρίσουν είναι αβέβαιο αν οι συντηρητές του μέλλοντος θα έχουν την δυνατότητα να τα καθαρίσουν. Γι αυτό σαν μέσο μόνωσης ανάμεσα στο τελικό βερνίκι και τη χρωματική επιφάνεια πρέπει να εφαρμόζεται κάποια γυαλιστερή γέλη, όπως πχ. δύο λεπτά χέρια γομμαλάκας ή σανδαράχης ώστε να είναι πιο εύκολη η αφαίρεσή τους και η γενική συντήρηση. Τα βερνίκια αυτά έχουν υψηλή διαφάνεια, αντιστέκονται στο κιτρίνισμα και δεν διεισδύουν τόσο καλά στο ξύλο όσο τα έλαια. Αν το ακρυλικό βερνίκι αραιωθεί με περισσότερο διαλυτικό από αυτό που πρέπει, μπορεί να επηρρεάσει, ακόμα και να διαλύσει τα χρώματα. Το ίδιο ισχύει αν οι σκόνες ζωγραφικής δεν έχουν αραιωθεί με τη σωστή ποσότητα αυγού. Στα καλά βερνίκια νεφτιού συγκαταλέγονται τα S2U SIGMAVAR, το DOELFRAY gloss ή satine και το GOLDEN MSA VARNISH της LIQUITEX SOLVAR. Η εφαρμογή τους απαιτεί καλό ανακάτεμα, ζέσταμα σε μπεν μαρί , σούρωμα σε ψιλή κάλτσα καθαρή από χνούδια, καλό πλούσιο πρώτο χέρι να ποτίσει καλά και πριν στεγνώσει τελείως μία δεύτερη λεπτότερη στρώση με καλό μαλακό πινέλο και ήρεμες κινήσεις. Γενικά αν κάνει κρύο αποφεύγουμε το βερνίκωμα γιατί το βερνίκι κρυσταλλώνει. Αν, παρόλα αυτά πρέπει να βερνικώσουμε, βοηθά αν ζεστάνουμε για λίγες ώρες και την εικόνα πίσω από τζάμι στον ήλιο ή με πιστολάκι. Σημειωτέον ότι η γομαλάκα, αν ζεσταθεί στον ήλιο (πχ κοντα σε παράθυρο) υπάρχει περίπτωση να ρευστοποιηθεί και να τρέξει, οπότε δεν αφήνουμε την εικόνα σε κάθετη θέση όσο βερνικώνουμε.

Αν η βάση των ακρυλικών βερνικιών είναι το νερό τότε διαλύονται με νερό. Για να μην χάνει το χρώμα και το βερνίκι τις ιδιότητές του και δεν επηρεάζει τη φυσική δομή του ξύλου, το μέγιστο επιτρεπόμενο νερό στη διάλυση δεν υπερβαίνει το 10%.



___________________________________

Τα βερνίκια λαδιού για να γυαλίσουν θελουν πολλά περάσματα, αφού κατ αρχήν δίνουν ένα ματ αποτέλεσμα. Διαλύονται με ελαφρύ πετρέλαιο. Το RETOUCHING VARNISH 004 της Talensχρησιμοποιείται από πολλά μουσεία.

Το βερνίκωμα με Ολίβα (olifa) δίνει ακόμα καλύτερο ματ αποτέλεσμα. Πρόκειται για διαλύτη από μίξη ρητίνης και λινελαίου (λάδι λιναρόσπορου), βρασμένα μαζί. Είναι αρκετά ανοιχτό και στεγνώνει γρήγορα. Συστέλλεται ελάχιστα όταν σκληραίνει. Δεν καλύπτει την επιφάνεια, όπως άλλα βερνίκια, αλλά εισχωρεί στους πόρους αποδίδοντας μία ημιμάτ επιφάνεια που αναδεικνύει τα χρώματα. Δίνει λίγο παλαιωμένη όψη και βάθος στα χρώματα. Μπορεί να προστεθεί στα χρώματα της αυγοτέμπερας, όπως εξ άλλου αναμειγνύεται με τα ελαιοχρώματα, κάνοντάς τα πιο διάφανα, γυαλιστερά και σε περισσότερη ποσότητα. Είναι υδροφοβικό, πολύ ανθεκτικό σε δύσκολες συνθήκες, προστατεύει απο τους μύκητες και τη σήψη, όχι όμως από γδαρσίματα. Διαλύεται με νέφτι.

Το ολίβα είναι πολύ δύσκολο να αφαιρεθεί, αν και οι συντηρητές ρωσικών εικόνων στη Ρωσία το έχουν κάνει σπεσιαλιτέ. Με τα χρόνια, όμως φιλτράρει και συγκρατεί τη σκόνη συγχωνεύοντάς τα με αποτέλεσμα σταδιακά να καλύπτεται η εικόνα με ένα μαύρο στρώμα που σιγά σιγά θα αλλοιώσει το σχέδιο. 

 Ένα βερνίκι με βάση καθαρή ρητίνη μαστίχας Χίου διαλυμένη σε τερεβινέλαιο (η ρητίνη τοποθετημένη σε κομπρέσα-πουγκάκι βουτηγμένη σε τερεβινέλαιο για να συγκρατεί τυχόν ακαθαρσίες που θα περιέχονταν στη ρητίνη) είναι προτιμώτερο σαν ένα πολύ καλής ποιότητας βερνίκι από την εποχή των ζωγράφων του Μεσαίωνα και μετά 


Στην ρωσσική εικονογραφία συνηθίζεται το βερνίκι του λιναρόσπορου με τη φιλοσοφία καλυφθεί η εικόνα με λάδι μέχρι που να μη μπορεί να απορροφήσει άλλο. Η χρήση του λινελαίου σαν βερνίκι έχει υποχωρήσει από τα μέσα του 20 αι. Εξ αιτίας της αυξανόμενης διάθεσης των συνθετικών ρητινών που έχουν παρόμοια με αυτό αποτελέσματα, αλλά είναι ανθεκτικότερες στο κιτρίνισμα.

https://www.youtube.com/watch?v=s7zWdKEWDvY

Τροποποιημένο λινέλαιο είναι και το stand oil. Είναι παχύρρευστο και δίνει ομοιόμορφες επιστρώσεις που αποξηραίνονται (=πολυμερίζονται) μέσα στο χρόνο σε πιο ελαστικές επικαλύψεις από το λινέλαιο, ενώ δεν κιτρινίζει όσο αυτό.

Μια κατάσταση μεταξύ βερνικιού και λαδιού είναι το Danish Oil. Δεν κάνει κρούστα, δεν ρηγματώνεται, δεν ξεφλουδίζει. Αδιαπέραστο από το νερό, αλλά αφήνει μικρούς πόρους αναπνοής στην επιφάνεια.


Το βερνίκι νερού, πάλι,θέλει πολλή προσοχή στο πέρασμα να μη παρασύρει τις λεπτομέρειες και τις ψιμμυθιές στο πρόσωπο, μιας και αραιώνεται με νερό, και με το δεύτερο πέρασμα του πινέλου μπορεί να φουσκώσει τα χρώματα και να τα παρασύρει. Τα βερνίκια νερού είναι πιο οικολογικά, έχουν εξαιρετικές ιδιότητες προσκόλλησης στο ξύλο και μεγαλύτερη διείσδυση. Στεγνώνουν γρήγορα και προστατεύουν από μύκητες, παράσιτα και βακτήρια. Δεν κιτρινίζουν. Μπορούν να εφαρμοστούν πάνω σε συνθετικά ή άλλου τύπου βερνίκια. Δεν αναφλέγονται, ούτε μυρίζουν. Έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα. Τέτοια βερνίκια καλής ποιότητας είναι τα υδατοδιαλυτά της LASCAUX, τα οποία επίσης προτιμώνται από τους συντηρητές.

Η εφαρμογή των υδατοδιαλυτών βερνικιών πάνω στο χρυσό δεν συνιστάται. Οτιδήποτε και να χρησιμοποιήσετε, θα θαμπώσει το χρυσό!

Ορισμένοι προτιμούν τα βερνίκια σε μορφή σπρέϋ, χρειάζεται όμως προσεγμένος χειρισμός ώστε να μη γίνουν τρεξίματα ή άνιση κατανομή του βερνικιού λόγω της κίνησης του χεριού. Τα βερνίκια αυτά είναι ιδανικά για εφαρμογή σε μικρού μεγέθους εικόνες, ενώ τα μεγάλα έργα περνιούνται μόνο πινέλο. Τα σπρέϋ έχουν την ευκολία να στεγνώνουν αμέσως. Το βερνίκι σε σπρέι LUKAS είναι καλό για αυγοτεμπερα και στεγνώνει γρήγορα. Γίνονται δύο περάσματα με το πρώτο να γίνεται γρήγορα και αχνά και το δεύτερο πιο αργά για κάλυψη. Βάζουμε την εικόνα λίγο λοξά και ψεκάζουμε απο απόσταση 20 εκατοστών γρήγορες κινήσεις από πάνω προς τα κάτω. Επαναλαμβάνουμε μετά 10-15 λεπτά. Τσεκάρουμε από πλάϊ. Εκεί που γυαλίζει δεν ξαναπερνάμε.

Παλαιότερα, αλλά και σήμερα, συνηθίζουν να βερνικώνουν τις εικόνες κάνοντας τις γυαλιστερές. Επικράτησε αυτή η συνήθεια (κατεξοχήν στο Άγιον Όρος), γιατί η εικόνα διατρέχει τον κίνδυνο να φθαρεί από τους συνεχείς ασπασμούς των πιστών. Το βερνίκι την προφυλάσσει από αυτήν τη φθορά, όπως και από χτυπήματα και προστριβές. Φαίνεται πως τα γυαλιστερά βερνίκια είναι πιο σκληρά και πιο ανθεκτικά.

Επίσης, όταν μια εικόνα είναι δουλεμένη με αρκετό αυγό (όχι νερουλό), τότε με την πολυκαιρία το αυγό σκληρύνεται και είναι σαν βερνίκι.


Ως επικαλυπτικά υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί και τα κεριά. Τα κεριά χωρίζονται και αυτά σε δύο κατηγορίες , τα φυσικά και τα συνθετικά και επειδή είναι υλικά που απαιτούν αρχικά τήξη και στην συνέχεια πήξη για να σταθεροποιηθούν ονομάζονται και melt-freeze varnishes.

Στα φυσικά κεριά περιλαμβάνονται τα

α) ορυκτά κεριά τα οποία προέρχονται από κλασματική απόσταξη πετρελαίου,όπως η παραφίνη και τα μικροκρυσταλλικά κεριά ή από επεξεργασία τύρφης ή και λιγνίτη,όπως ο κηρός λιγνίτου ή αλλιώς οζοκηρίτης κ.α.

β) τα κεριά ζωικής προέλευσης όπως το κερί μέλισσας,το κερί Κίνας από το έντομο Κηροπλάστη (Ceroplastes ceriferus), ο σπερμαροκηρός ή το κερί γομαλάκας από το έντομο Laccifer lacca και

γ) τα κεριά φυτικής προέλευσης, όπως το κερί καρναούμπας από τα φύλλα του φοινικόδεντρου carnauba κ.ά .

Στα συνθετικά κεριά, τα οποία δεν εμφανίζονται πριν τις αρχές του 20ο αιώνα,περιλαμβάνονται τα πολυαιθυλενικά κεριά,πολυμερισμένες ολεφίνες κ.ά

Υπάρχουν κι αυτοί που αναθεματίζουν τα βερνίκια και περιορίζονται στην επικάλυψη με αυγό, αφού η αυγοτέμπερα ειναι δοκιμασμενη σαν τεχνική στο πέρασμα των χρονων με την επιφάνειά της να σκληραινει με τα χρόνια και γίνεται σαν σμάλτο και υπό τον όρο ότι είναι σωστά δουλεμένη. Η τακτική αυτή όμως αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στο "φάγωμα" του ζωγραφικού μέρους από μύκητες και ζωύφια, όπως και του ξύλου από ξυλοφάγα έντομα.

Η αυγοτέμπερα, εφόσον έχει γίνει σωστή μείξη σκόνης/αυγού χαρακτηρίζεται από μία "γυαλάδα". Όπου όμως πάνω στην εικόνα εντοπισθούν θαμπάδες, λόγω ακριβώς αυτού του προβλήματος, η εικόνα μπορεί να περαστεί ελαφρά και με τη φορά της ζωγραφικής πινελιάς με αυγό μόνο στα σημεία που παρουσιάζουν θαμπάδες, μέχρι να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα.

Κάθε βερνίκι έχει προτερήματα και μειονεκτήματα. Δεν είναι απορριπτέα, αν βέβαια διοχετεύονται στο εμπόριο από αναγνωρισμένους οίκους ή τα κατασκευάζουμε από παραδοσιακές συνταγές με πιστότητα. Όμως, ακόμα και τα καλύτερα υλικά να πάρουμε , αν δεν ξέρουμε να τα χρησιμοποιήσουμε το αποτέλεσμα δεν θα είναι καλό στην πάροδο του χρόνου. Θέλει δουλειά και μάθηση. Καλό είναι να κάνει κανείς δοκιμές όταν παίρνει ένα νέο μπουκάλι βερνίκι ή γομαλάκα.

Ποιά, λοιπόν, είναι τα σημεία εκείνα που πρέπει να προσεχθούν στην αγορά και την εφαρμογή του βερνικιού, για να αποφευχθούν τα "ατυχήματα";

  • Το είδος της χρωματικής επιφάνειας που θα βερνικωθεί. Στη χρήση ακρυλικών χρωμάτων προτιμητέα είναι συνήθως τα βερνίκια νερού, ενώ στην αυγοτέμπερα τα βερνίκια νεφτιού, χωρίς αυτό να είναι κανόνας. Η αυγοτέμπερα στεγνώνοντας δημιουργεί χρωματική κρούστα και πολύ πορώδη χρωματική επιφάνεια, λόγω κενών αέρα που δημιουργούνται μεταξύ των κόκκων της χρωστικής στο εσωτερικό. Οποιοδήποτε επίστρωμα εφαρμοστεί πάνω σε αυτή την κρούστα θα εμποτίσει τα κενά και χωρίς να ενσωματωθεί στη μεμβράνη του αυγοχρώματος θα βυθιστεί και θα γίνει ένα μόνιμο μέρος του έργου. Η εφαρμογή του βερνικιού πάνω στην αυγοτέμπερα θα την "λερώσει" και κάθε πρόθεση αφαίρεσής του μελλοντικά μπορεί να το βλάψει. Για το λόγο αυτό ενδείκνυται η εφαρμογή κάποιας μονωτικής στρώσης στην ζωγραφική επιφάνεια πριν την εφαρμογή του τελικού βερνικώματος. Τέτοια μπορεί να είναι οποιαδήποτε διαυγής ρητίνη, αλλά θα πρέπει να είναι σταθερή και με μικρότερη τάση κιτρινίσματος και άλλων αρνητικών γήρανσης που θα επηρρεάσουν το χρώμα, ενώ θα πρέπει να έχει διαφορετική διαλυτότητα από την τελική επίστρωση του βερνικιού. Τέτοια επιλογή μπορεί να είναι η ρητίνη Paraloid B-72 η αγαπημένη συντηρητών έργων τέχνης τα τελευταία 20 χρόνια. Αραιώνεται συνήθως με 20 % ακτεόνη. Το έτοιμο στερεωτικό (fixatif) Lascaux περιέχει 2% Paraloid B-72 (https://www.abio.gr/index.php/el/component/eshop/catalog/item/restauro-%28sintirisi-ergon-tehnis%2C-apokatastasi-mnimeion%29/950-himika/8845-paraloid-b-72-araiomeno-me-katharo-aketoni-%2820%25-ritini%29---200-ke )

  • Η ποιότητα και η σωστή εφαρμογή των υλικών του υποστρώματος, καθώς και τα χρωματικά μείγματα της αυγοτέμπερας. Η σωστή αναλογία των υλικών του προετοιμασμένου φορέα και η επίσης σωστή εφαρμογή τους θα επηρρεάσει την τελική συμπεριφορά της επιφάνειας. Ακόμα και η αυγοτέμπερα αραιωμένη υπερβολικά με νερό ή καθόλου αραιωμένη κινδυνεύει να παρασυρθεί με το βερνίκωμα. Αν πάλι το βερνίκι αραιωθεί με περισσότερο διαλυτικό μπορεί να παρασύρει τα χρώματα, ενώ αν δεν αραιωθεί καθόλου μπορεί να επηρρεάσει το αυγό.

  • Η ανομοιομορφία της εφαρμογής του βερνικιού με αλλού περισσότερη ποσότητα κι αλλού λιγότερη μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικά αποτελέσματα (στάμπες, τοπικά ξεφλουδίσματα, θαμπάδες...) Δεν πρέπει να γίνεται χρήση μεγάλης ποσότητας με το πινέλο. Προτιμότερα τα περισσότερα αραιά χέρια (2-3) από ένα πηκτό. Το μυστικό είναι το βερνίκι να έχει την ανάλογη ρευστότητα, να 'γλυστράει' και να μην επιστρέφουμε στο ίδιο σημείο μετά από 3 δευτερόλεπτα.

  • Ανακάτεμα και καλή διάλυση με καθαρό white spirit,οινόπνευμα ή απεσταγμένο νερό (ανάλογα το είδος του βερνικιού). Όχι υπερβολές. Όσο ανακατεύεις το βερνίκι, τόσο εγκλωβιζεται αέρας μέσα κ δημιουργούνται φυσαλίδες. Από την άλλη ιδίως τα βερνίκια νεφτιού που περιέχουν κερί χρειάζονται ζέσταμα σε μπεν μαρί προκειμένου να διαλυθεί καλά το κερί στο μείγμα τους, ώστε να μην δημιουργηθούν κατά τόπους κηλίδες βερνικιού πάνω στη ζωγραφική. Για μεγαλύτερη ασφάλεια η εφαρμογή του βερνικιού γίνεται σε επιφάνεια ελαφρά χλιαρή (πχ βγάζουμε την εικόνα να λιαστεί για λίγο ή την βάζουμε κάτω από μία λάμπα), ενώ διατηρούμε το βερνίκι σε μπεν μαρί για να μη προλάβει να κρυώσει . Έτσι αποφεύγεται ο εγκλωβισμός της υγρασίας και το βερνίκι δεν βγάζει γυαλάδα, ενώ κυλά ομοιόμορφα πάνω στην επιφάνεια.

Σημειωτέον ότι μία επίστρωση βερνικιού μπορεί να εφαρμοστεί πάνω σε ένα άλλο,μόλις στεγνώσει. Τα βερνίκια που εφαρμόζονται σε ξεχωριστές επικαλύψεις ή στρώσεις δεν συνδέονται ή αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
  • Η φύλαξη του βερνικιού και οι ημερομηνίες λήξης. Το δοχείο του βερνικιου φυλάγεται ανάποδα για να μην παίρνει αέρα. Σφραγίζουμε ακόμα και με χαρτοταινία γύρω από το καπάκι. Εαν έχει παγωνιά ή πολύ κρύο, κρυσταλλώνει.

  • Ο τρόπος περάσματος. Προσέχουμε να μην περάσουμε το πινέλο ξανά από πάνω μέχρι το βερνίκι να στεγνώσει πολύ καλά γιατί θα θολώσει. Για δεύτερο πέρασμα καλό θα ήταν περάσουν κάποιες μέρες να σκληρύνει ιδιαίτερα υπάρχει υγρασία στην ατμόσφαιρα! Το βερνίκωμα θέλει απαλές και αέρινες κινήσεις με πολύ μαλακό πλακέ πινέλο φυσικής τρίχας.

  • Ο χρόνος εφαρμογής: η αυγοτεμπερα χρειάζεται να στεγνώσει το λιγότερο έξι μήνες σε ψυχρές συνθήκες και 2 μήνες την καλοκαιρινή περίοδο από τη στιγμή που θα βάλουμε την τελευταια πινελιά στο έργο μας. Η βιαστική χρήση του βερνικιού πριν στεγνώσουν τα χρωματικά στρώματα, άσχετα με την οπτική εντύπωση που δίνουν, θα οδηγήσει σε φαινόμενα αποφολιδώσεων. Για το πρώτο βερνίκωμα θα πρέπει να περιμένουμε μερικές εβδομάδες ώστε να γίνουν πρώτα οι απαραίτητες χημικές ενώσεις του αυγού με τα χρώματα. Αφού μεσολαβήσει αυτό το διάστημα και αφού περάσουμε το πρώτο χέρι, αφήνουμε να μεσολαβήσει ένας ακόμη μήνας και τότε προχωράμε στο τελικό βερνίκωμα. Οποτε ομως και αν αποφασισουμε πως πρεπει να περασουμε το βερνικι μας καλο ειναι να επιλεγουμε ενα βερνικι μεσης καταστασης , αναμεσα στο ματ και το γυαλιστερο (μπορεί να γίνει ανάμειξη ματ και γυαλιστερού της ίδιας μάρκας) και να περάσουμε πολυ προσεκτικά με το ειδικο πινελο που εχουμε μονον για το βερνικωμα των εικονων μας. Βερνίκωμα δεχονται οι εικόνες αυγοτέμπερας μετα απο μια εβδομαδα με 15 μερες μονον με βινυλικες και ακρυλικες ρητινες .

  • Σημαντικές είναι και οι συνθήκες του περιβάλλοντος όπου θα τοποθετηθεί η εικόνα. Παράγοντες όπως το φως, το σκοτάδι, η υγρασία, η θερμοκρασία κλπ παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο για την μακροβιότητα του έργου.

  • Στο στιλβωτό χρυσό δεν βερνικώνουμε. Αν βάλουμε ματ βερνίκι πάνω στο χρυσό, το χρυσό θα θαμπωσει για τον λόγο αυτό βάζουμε στο μεν ζωγραφικό μέρος ματ βερνίκι, στο δε χρυσό γυαλιστερό. Αν περαστεί ο χρυσός με γομολακα και θαμπώσει, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω,  καλύπτεται με βερνίκι γυαλιστερό.

  • Μόλις τελειώσει το βερνίκωμα αφήνουμε την εικόνα μια μέρα να ξεκουραστεί στο τραπέζι και μετά τη κρεμάμε ή τη βάζουμε σε κάποιο καβαλέτο γιατί υπάρχει περίπτωση να τρέξουν τα χρώματα. Αφήνουμε την εικόνα κάπου καλυμμένη με γάζα ή μέσα σε μια μαξιλαροθήκη τουλάχιστον για 6 μήνες. Το αυγό με το χρόνο σκληραίνει και γίνεται από μόνο του ένα είδος σμάλτου, χωρίς να χρειάζεται βερνίκωμα, πάντα όμως με την πιθανότητα να προσελκύσει έντομα που αναζητούν τροφή.

Σε περίπτωση άτυχης εφαρμογής και εφόσον δεν αφεθεί να περάσει καιρός, το βερνίκι μπορεί να αφαιρεθεί με κατάλληλους γι αυτό διαλύτες. Πάντα υπάρχει τρόπος διόρθωσης, αλλά πρέπει να είσαι γνώστης των διαλυτικών για να το αφαιρέσεις.Περνώντας προσεκτικά τα σημεία που έχουν πρόβλημα (πχ λεκέδες από την κακή διάλυση τουκεριού μέσα στο βερνίκι) με μαλακό πινέλο βρεγμένο με white spirit, μπορεί να βελτιωθεί μία ατυχής κατάσταση. Προσοχή, όμως, καθαρίζουμε με πολύ υπομονή και σιγά σιγά. μην επηρρεαστούν τα χρώματα και ιδιαίτερα οι ψιμμυθιές. Κατάλληλοι για τη δουλειά αυτή είναι και οι συντηρητές έργων τέχνης που μπορούν να βοηθήσουν.

Στο πίσω μέρος της εικόνας έβαζαν κάσια, ένα είδος φυτικής κανέλλας με προέλευση την Κίνα. Συναντάται σε μορφή σκόνης στα χρωματοπωλεία και αραιώνεται με ζεστό νερό. Ανάλογα την αραίωση παίρνει χρώμα από ανοιχτό καφέ μέχρι μαύρο. Απλώνεται με σφουγγάρι ή βαμβακερό πανί πάνω στο ξύλο και το χρωματίζει.


 Για την προστασία της πίσω πλευράς μπορεί κανείς να επιχειρήσει με διάλυμα  από κερί, λιβάνι, μύρο και αιθέριο έλαιο λεβάντας. Σε μεταλλικό κουτί ζεσταίνουμε να ομογενοποιηθούν. Αφού κρυώσει λίγο το μείγμα, απλώνουμε  με σφουγγαράκι και αν χρειαστεί βοηθάμε με σεσουάρ.

Παλιά έβαζαν κερόνεφτο και στο ζωγραφικό μέρος,όπως και στο φύλλο χρυσού. 

ΠΟΤΕ δεν βερνικώνουμε την πλάτη της εικόνας, που πρέπει να αναπνέει. Το κερόνεφτο την σφραγίζει και την προφυλάσσει , επιτρέποντάς της να αναπνέει . Αν η εικόνα βερνικωθεί από πίσω, κάποια στιγμή θα πετάξει σκάσιμο μπροστά.

Προσοχή, όμως, μη περάσετε κερόνεφτο πάνω από ζωγραφισμένη εικόνα με πολύ λάδι γιατί μαυρίζει.

Πώς γίνεται το κερόνεφτο (συνταγή Κόντογλου):

Τρίβουμε ή ψιλοκόβουμε με μαχαίρι μια ποσότητα φυσικού κεριού που μπορείτε να βρείτε οικονομικά στα κηροπλαστεία με το κιλό και το βάζουμε μέσα σε σκούρου χρώματος γυάλινο βάζο που κλείνει καλά. Προσθέτουμε άοσμο νέφτι να σκεπαστεί το κερί συν ένα δάχτυλο ακόμα. Αλλιώς υπολογίζουμε ένα μέρος κερί με ένα μέρος νέφτι ή ακόμα μισό λίτρο νέφτι προς 250-300 γραμμάρια κερί. Το μείγμα μπορεί να συντηρηθεί για χρόνια. Προσθέτουμε, αφού χτυπήσουμε μέσα σε γουδί λιβάνι ή μαστίχα ( αφού το έχετε πριν καταψύξει για να θρυμματίζεται εύκολα μαζί με λίγη ζάχαρη άχνη για να μη κολλάει) ή αιθέραιο έλαιο λεβάντας για τα έντομα.  Άλλη αναλογία είναι 100γρ. νέφτι, 10 γρ. μαστίχα Χίου και 10 γρ. καθαρό κερί μέλισσας.

Το βάζο μένει κλειστό στον ήλιο να ομογενοποιηθούν από τη ζέστη τα υλικά. Αν βιάζεστε μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μπεν μαρι και να ανακατεύετε κατά διαστήματα. ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ όμως, γιατί το νέφτι είναι εύφλεκτο! Όταν το μείγμα γίνει σαν αραιό μέλι είναι έτοιμο. Αν θέλετε να ρυθμίσετε την πυκνότητα, ώστε να δουλευτεί πιό εύκολα με το πινέλο ή με ένα βαμβακερό ύφασμα, προσθέτετε περισσότερο νέφτι ή κερί κατά περίπτωση.

Από το βάζο χύνουμε μια ποσότητα πάνω στο ξύλο που θέλουμε να κερώσουμε και απλώνουμε με κυκλικές κινήσεις με ένα βαμβακερό πανί, ώστε να ποτίσουμε όλη την επιφάνεια.

Αφήνουμε στον ήλιο ή χρησιμοποιούμε πιστολάκι να στεγνώσει και τέλος τρίβουμε πάλι με το βαμβακερό πανί να γυαλίσει.

Μπορείς αν θέλεις με το διάλυμμα αυτό να δουλέψεις τις σκόνες αγιογραφίας αντί με αυγό και να ζωγραφήσεις σε σανίδι, πανί ή τοίχο (αν υπάρχει ήδη σοβάς οπότε δεν μπορεί να γίνει εφαρμογή φρέσκο).

Το κερόνεφτο πήζει σε κρύο περιβάλλον, σαν ζαχαρωμένο μέλι. Μπορεί πάντα να ρευστοποιηθεί ξανά στον ήλιο ή σε μπεν μαρί. Διατηρείται σε καλά κλειστό δοχείο για χρόνια και δεν χαλάει, ούτε χάνει το άρωμά του.

Αν βρίσκετε τη μυρουδιά του βαριά ή ενοχλητική, χρησιμοποιήστε γάντια, γιατί τα χέρια ποτίζουν με τη μυρωδιά για μέρες.

Το κερόνεφτο μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδους ξύλο -ακόμα και mdf- και χρησιμοποιείται σαν καλυπτικό. Δεν έχει όμως απεριόριστη διάρκεια ζωής και θέλει κατά καιρούς ανανέωση.

Κάθε επιφάνεια, ανάλογα με τις ιδιότητές της, ανταποκρίνεται διαφορετικά στα είδη βερνικιού. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούμε πχ:

  • Για πέρασμα του χρυσού: γομαλάκα ελαφρά ζεσταμένη (δουλεύουμε κάτω απο αναμένη λάμπα ή με χρήση σεσουαρ για να αποφύγουμε θαμπάδες) ή βερνίκι oceanic σατινέ. Αν μετά το πέρασμα το χρυσό θαμπώσει, μην αγχώνεστε. Στο τέλος περάστε με βερνίκι γυαλιστερό από πάνω και η λάμψη του χρυσού θα επανέλθει.

  • Για πέρασμα στιλβωτού χρυσού, αν και δεν συνιστάται: βερνίκι oceanic gloss, bondex clear (gloss).

    Το στιλβωτό χρυσό δεν βερνικώνεται συνήθως, Αν όμως αυτό γίνει θα πρέπει να ξέρουμε ότι με το βερνίκι η στιλβωμένη επιφάνεια χάνει από τη γυαλάδα της

  • Για το χρωματικό μέρος της εικόνας : Doelfray varnish gloss αραιωμένο με νέφτι σε αραίωση 20% ή βερνίκι lascaux που αραιώνεται με νερό σε αναλογία 3:1

  • Για όλη την εικόνα: σπρέϋ cosmolac σατινέ ή βερνίκι ακρυλικό (ματ ή γυαλιστερό ή μείξη τους) Αmsterdam 114 και 115 της Talens.

  • Για την μπρουτζίνα: rustins fast dry clean metal lacquer για την οξειδωση

* Προσοχή στη χρήση των ματ βερνικιών. Πολλά από αυτά περιέχουν κερί που κατακάθεται στον πυθμένα της συσκευασίας τους. Χρειάζεται πολύ καλή ανάμειξη και ακόμα καλύτερα να θερμανθούν σε μπεν μαρί πριν την εφαρμογή. Πολλά "ατυχήματα" με τη χρήση βερνικιών δεν οφείλονται στο προιόν, αλλά στην κακή εφαρμογή του

* Αν στην εφαρμογή του βερνικιού παρατηρήσετε φυσαλίδες οι αιτίες μπορεί να είναι: 

• Η επιφάνεια είναι πορώδης
• Η αραίωση του βερνικιού έγινε με ακατάλληλο διαλυτικό
• Εφαρμόσατε αμέσως μετά από έντονο ανακάτεμα
• Χρήση ακατάλληλης ποιότητας βερνικιού
Υπερβολικό πάχος στρώσης βερνικιού
• Χρήση ακατάλληλων πινέλων ή άλλων μέσων
• Η εφαρμογή του βερνικιού έγινε σε υψηλές θερμοκρασίες (> 35οC)


για να αντιμετωπίσετε το πρόβλημα ακολουθήστε την παρακάτω διαδικασία:

1. τρίψτε με ένα σμυριδοχαρτο 3.000 τα σημεία που έχουν πρόβλημα.

2. σκουπίστε καλά με ένα βαμβακερό πανί που δεν έχει χνούδι.

3. περάστε μία στρώση με αραιωμένο βερνίκι χρησιμοποιώντας πουγκί από ύφασμα που δεν αφήνει χνούδι και που μέσα σε αυτό έχετε βάλει ένα κομμάτι βαμβάκι. Αφού στεγνώσει παρατηρήστε εάν υπάρχουν κάπου θαμπαδες και ξανά περάστε με τον ίδιο τρόπο δεύτερο χέρι.



Οι ως άνω πληροφορίες έχουν συλλεγεί από εμπειρίες και αναρτήσεις χρηστών του διαδικτύου ή ειδικών, που όμως θα διασταυρωθούν από μέρους μου σε συνεργασία με το τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας. Μέχρι αυτό να ολοκληρωθεί θα ισχύει η εδώ παρατήρηση.