Επεξεργασία του ξύλινου φορέα

      


Η προετοιμασία του ξύλου στόχο έχει να περιοριστεί η απορροφητικότητά του και να εμποδιστούν οι χρωστικές του ξύλου να μεταφερθούν αργότερα μπροστά στη ζωγραφική επιφάνεια προκαλώντας λεκέδες κ.α. 

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ό,τι ξύλο έχει χαμηλή περιεκτικότητα ρητίνης (λεύκα, οξιά, φλαμούρι, βελανιδιά, καστανιά κ.ά.) πάχους τουλάχιστον 3 εκ.,ώστε να δέχεται οριζόντιες σφηνωτές τραβέρσες στην πίσω πλευρά για το σκέβρωμα. Ακόμα κόντρα πλακέ θαλάσσης καλής ποιότητας πάχους 2 εκ.για μεγαλύτερες εικόνες ή 3 εκ.για μικρές εικόνες (μέχρι 30 x 40εκ.).Για τις μεγάλες εικόνες το ξύλο θαλάσσης είναιπροτιμητέο. Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον ποιότητες του ξύλου αυτού. Το κινέζικο, πολύ φθηνό, αλλά και χαμηλής ποιότητας, ένα ενδιάμεσο, συνήθως οξιάς καλής ποιότητας και το κόκκινο γαλλικό,που είναι πιο ακριβό.

Γυαλοχαρτάρουμε την πίσω πλευρά του ξύλου και τις ακμές με γυαλόχαρτο Νο 100-120, ώστε να είναι λείο. Αν πρόκειται για ξύλο και όχι κοντρα πλακέ θαλάσσης, περνάμε την επιφάνεια με άχρωμο συντηρητικό ξύλου εμποτισμού νερού για μύκητες, σαράκι κλπ.Παλιότερα για την προστασία από τα έντομα συνήθιζαν να περνούν το πίσω μέρος του ξύλου με λινέλαιο ή λάδι λεβάντας. Χαράζουμε χιαστὶ την επιφάνεια του ξύλου, με ένααιχμηρὸ εργαλείο (πχ. ένα μαχαίρι) προσέχοντας να μη σηκωθούν σκλήθρες.

Κατασκευάζουμε το υπόστρωμα, το λεγόμενο "θεμέλιο" , με το οποίο θα καλύψουμε το ξύλο μας για να δημιουργήσουμε μία λευκή λεία επιφάνεια, ώστε και το χρώμα να αποδίδεται φωτεινό και καθαρό, αλλά και το χρύσωμα να μην έχει ατέλειες. Στην κατασκευή αυτή θα χρησιμοποιηθεί ψυχρή ή θερμή κόλλα και στρώσεις αδιαφανούς πάστας, όπως θα δούμε στην συνέχεια.

Οι ψυχρές κόλλες ενεργοποιούνται χωρίς θερμότητα και είναι είτε:

1.  Οι κοινώς αναφερόμενες σαν κόλλες PVA  (ξυλόκολλα, λευκή κόλλα, κόλλα ξυλουργού, σχολική κόλλα κλπ) έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι ανθεκτικές. Οι κόλλες αυτές προτιμώνται  στις χρυσοκονδυλιές και εκεί που θέλουμε  καλυπτικό ματ αποτέλεσμα. Αυτό, επειδή  έχουν λιγότερα και πιο χοντρά μόρια,  οπότε και μειώνουν την ανάκλαση του φωτός. Το μειονέκτημα του PVA σαν βάση είναι ότι κάνει τα χρώματα λιγότερο  φωτεινά από τα ακρυλικά  , ενώ κολλάει μια μόνο φορά και επηρεάζεται από την υγρασία.

2. Οι ακρυλικές ρητίνες πάλι υπάρχουν σε άπειρες ποιότητες με κάποιες μικρές διαφορές μεταξύ τους. Η ρητίνη είναι λευκή και σχετικά ρευστή και όταν στεγνώνει γίνεται διαφανής, ενώ δεν κιτρινίζει με τον χρόνο. Τα μόριά της είναι μικρά και έτσι μπορούμε να δουλέψουμε  και με διαφάνειες. Αντίθετα με τις PVA οι ακρυλικές κόλλες παράγουν  πιο φωτεινά χρώματα αφού τα πολλά μικρά μόρια  της δομής τους προκαλούν μεγάλη ανάκλαση του φωτός. Ακρυλικές ρητίνες είναι το Plextol D-498, το Primal AC-33, το Κ9, η Paraloid B72 κλπ

Οι θερμές κόλλες ενεργοποιούνται με την θερμότητα. Η κουνελόκολα ή ζαρντέν είναι η πιο γνωστή από την αρχαιότητα . Πρόκειται για πρωτεΐνη και κυκλοφορεί σε 3 τύπους στο εμπόριο

• Σκόνη(σαν μαύρη ζάχαρη)

• Κόκκο ρυζιού

• Κομματάκια

Για να ετοιμαστεί μια τέτοια κόλλα χρειάζεται να περάσει και από στάδιο θέρμανσης: Αναμειγνύουμε απεσταγμένο νερό (ώστε να μην περιέχει άλατα ) με  κουνελόκολλα σε αναλογία 10/1. Δηλαδή 100 gr απεσταγμένο νερό προς 10 gr κόλλας. Βάζουμε την κόλλα μέσα σε ένα δοχείο με το νερό και αφήνουμε για μερικές ώρες ανάλογα την εποχή για να αρχίσει να φουσκώνει. Το καλοκαίρι πιο λίγες ώρες έξω από το ψυγείο, το χειμώνα πιο πολλές. Η υγρασία και η ζέστη παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στο στοκάρισμα γιατί μπορεί να μην φουσκώσει καλά η κόλλα και το στοκάρισμα να παρουσιάσει προβλήματα όπως να μην δουλεύεται εύκολα το μείγμα ή να βγάζει φουσκάλες στο σπατουλάρισμα. Για τον λόγο αυτό πρέπει να μη δουλεύουμε όταν έχει υπερβολική ζέστη και υγρασία. Έπειτα βάζουμε το μείγμα στο ψυγείο για 24 ώρες. Την επόμενη μέρα βγάζουμε το μείγμα από το ψυγείο και το λιώνουμε σε μπεν μαρι. Δεν πρέπει να βράσει πάνω απο 60 βαθμούς Κελσίου, γιατί καταστρέφεται. Όσο δουλεύεται πρέπει να διατηρείται ζεστή με τη μέθοδο του μπεν μαρί, αφού όταν παγώσει γίνεται σαν ζελέ.

Κολλητικές ιδιότητες έχει και η βρώσιμη ζελατίνη σε φύλλα ή σκόνη. Όπως και η ζαρντέν, είναι και αυτή ζωϊκής προέλευσης*

*Η χρήση ζωϊκής κόλλας επιτρέπει την καταστροφή της προετοιμασίας από το σαράκι

Για να κολλήσουμε το ύφασμα στο ξύλο χρησιμοποιούμε λοιπόν μία απο τις ανωτέρω κόλλες.

Αφού,λοιπόν, έχει προηγηθεί το πέρασμα του ξύλου με γυαλόχαρτο και αντισαρακικό, καλύπτουμε την πίσω πλευρά του ξύλου ή ακόμα και στα πλαϊνά, αν θέλουμε να φαίνεται το ξύλο με χαρτοταινία, ώστε να μη λερώσει.  Προκειμένου να ενισχύσουμε την αντοχὴ της επιφάνειας που θα ζωγραφιστεί και να έχουμε καλύτερη πρόσφυση του ζωγραφικού μέρους θα επενδύσουμε με ύφασμα που προηγούμενα έχουμε πλύνει, ώστε να μη "μπει". Χρησιμοποιούμε συνήθως βαμβακερὴ γάζα, τουλουπάνι, λινό, χασέ, ακόμα και λινάτσα. Βάζουμε το ύφασμα σε νερό με διαλυμμένη λίγη κόλλα να μουλιάσει γύρω στα 10 λεπτά της ώρας. Περνάμε τρία χέρια ξυλόκολλα, αφήνοντας περιθώριο να στεγνώσει το κάθε χέρι χωριστά και χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τεχνητά μέσα στεγνώματος.

Περνάμε ένα τέταρτο χέρι κόλλας και αμέσως βγάζουμε την γάζα από το νερό, την στραγγιζουμε και την απλώνουμε επάνω στο ξύλο προσέχοντας να είναι στρωμένη καλά τεντώνοντάς τη, ώστε να μην κάνει ζάρες.Χρησιμοποιούμε και τα χέρια μας πιέζοντας, όπως σε ενα δυνατό μασάζ, για να κλείσουν οι τρύπες του υφάσματος γιατί αν μπει αέρας θα δημιουργήσει εξογκώματα

Αφήνοντας δύο πόντους αέρα κόβουμε το ύφασμα περιφερειακά με λεπίδι και το διπλώνουμε να κολλήσει στα πλαϊνά του ξύλου, εφόσον, βέβαια, θέλουμε να τα καλύψουμε. Έπειτα ξαναπερνάμε πάνω από την γάζα ένα χέρι κόλλα, λίγο πιο αραιή, στρώνουμε ξανά με το χέρι να διώξουμε κάθε ίχνος αέρα προκειμένου να "ποτίσει" τελείως το ύφασμα και να το κάνει "ένα σώμα" με το ξύλο. Αφήνουμε να στεγνώσει καλά μία μέρα.

Με μια σπάτουλα ή ατσαλίνα περνάμε προσεκτικὰ και στεγνὰ μία στρώση από το θεμέλιο όλη την επιφάνεια πιέζοντας με μέτρια δύναμη, ,ώστε να την ομαλοποιήσουμε, σπάζοντας τα κρύσταλλα της ξυλόκολλας, που τυχόν προεξέχουν.

Ορισμένοι αποφεύγουν τις ακρυλικές ή βινυλικές κόλλες για το μείγμα του θεμελίου, λόγω του ότι περιέχουν μέχρι 40% νερό και οι ίνες του ξύλου κινδυνεύουν να φουσκώσουν. Επειδή μάλιστα οι κόλλες αυτές είναι και πορώδεις, επιτρέπουν  σε τυχόν  ακαθαρσίες του ξύλου να βγουν στην επιφάνεια. Έτσι προτιμάται η εφαρμογή γόμμα λάκκας , αντί αυτών, διαλυμμένης με οινόπνευμα. Ή βερνίκι Propodec ή ακόμη και αραιωμένη Paraloid B-72 με ακετόνη. Το διάλυμμα δεν πρέπει να είναι πολύ ισχυρό και αποφεύγονται οι πολλές στρώσεις. Το ξύλο γυαλοχαρτάρεται και καθαρίζεται με ένα στεγνό πανί χωρίς ίνες. Μετά περνάμε ένα χέρι π.χ. με την αραιωμένη γομμαλάκκα. Γυαλοχαρτίζουμε ελαφρά ξανά μετά το στέγνωμα. Τώρα μπορούμε να περάσουμε νεροδιαλυτό, ακρυλικό γκέσο ή προετοιμασία με ζαρντέν και κιμωλία .

ΤΟ ΣΤΟΚΑΡΙΣΜΑ

Το θεμέλιο γενικά γίνεται με στρώματα αδιαφανούς πάστας προκειμένου, όπως ήδη αναφέρθηκε, να μονωθεί η επιφάνεια του ξύλου και να αποκτήσει λεία υφή,αναγκαία ιδιαίτερα για το απαραίτητο χρύσωμα της εικόνας. Η πάστα αυτή αποτελείται:

  1. είτε από αδρανείς ουσίες (γύψος, κιμωλία, κ.α.) αναμεμειγμένες με κάποιο συνδετικό οργανικό υλικό όπως ζωικές κόλλες (ζαρντεν,καζείνη, αλεύρι, ζελατίνη...) ξηραινόμενα λάδια (λινέλαιο...) ή φυσικές ρητίνες (τερεμβινθίνη, μαστίχα,δάμμαρη,γομμαλάκκα...).

  2. είτε από αδρανείς ουσίες αναμεμειγμένες με κάποια πληρωτική καλυπτική χρωστική γεμίσματος (λευκό του τσίγκου, λευκό τιτανίου, λευκό του μολύβδου κλπ.) και συνδετικό υλικό.

  3. είτε μόνο πληρωτική χρωστική με κάποια συνδετική ουσία σε διάφορες αναλογίες (πχ 2 μέρη κιμωλία/ 1 μέρος κόλλας)

Παλαιότερα οι καλλιτέχνες μετά τις στρώσεις της προετοιμασίας πέρναγαν συχνά μία τελευταία στρώση λεπτού υαλώματος από μείγμα κόλλας με χρωστική ή λαδιού με ρητίνη. Η διαφορά της χρωστικής από την βαφή είναι ότι η πρώτη είναι αδιάλυτη και διασπείρεται στο υγρό, ενώ η βαφή διαλύεται μέσα σε αυτό σχηματίζοντας διάλυμα. Η χρωστική δίνει καλυπτικότητα και χρωματισμό.

Μπορούμε να επιλέξουμε κάποιο από τα παρακάτω μείγματα προετοιμασίας:

Α> Κρύα (διατηρούνται σε κλειστό δοχείο καλυμμένα με νερό)

1- Αναμιγνύουμε καλὰ 5 μέρη αραιωμένου με απεσταγμένο νερό ακρυλικού έτοιμου στόκου καλής ποιότητος ή οδοντιατρικού στόκου (GESSO)με 2 μέρη ξυλόκολλας ( PRIMAL ή VINAVIL). Το PRIMAL και το VINAVIL είναι υδατοδιαλυτά δηλ,αραιώνονται στο νερό και μπορούμε να τα βρούμε σε μαγαζιά με είδη συντήρησης ή αγιογραφίας.

2- Κοσκινίζουμε τις σκόνες και αναμιγνύουμε: 1 μέρος απεσταγμένου νερού + 5 μέρη νερόστοκο + 1/2 μέρος αραιωμένη κόλλα και όσο πάρεικιμωλία (γύψο καλλιτεχνίας). Το μείγμα πρέπει να έχει την πυκνότητα του ζαχαρούχου γάλατος κουτιού ή τη ρευστότητα μελιού. Αν χρειαστεί, προσθέτουμε νερό

3- Ακρυλικός στόκος τοίχου (στουκολίνη). Προτιμώμενος είναι ο ακρυλικός στόκος μάρκας CRAFT επειδή περιέχει μεγάλη ποσότητα κιμωλίας, δημιουργώντας μια απαλή και απορροφητική επιφάνεια προσφερόμενη για ζωγραφική τόσο με αυγοτέμπερα, όσο και με ακρυλικά και πλαστικά χρώματα, όπως και για στιλβωτό ή κολλητό χρυσό. Αραιώνεται με απεσταγμένο νερό, τόσο όσο να δουλεύεται με πινέλο, χωρίς η αναλογία να παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Στα πρώτα χέρια καλό είναι να είναι πιο νερουλός. Όταν πρόκειται για μεγάλες εικόνες μπορούμε να τον περάσουμε και με σπάτουλα. Αναμειγνύουμε 70% κόλλα με 30% ακρυλικό στόκο. Περνάμε με σπάτουλα σταυρωτά ένα χέρι το πρωί κι ένα το βράδυ. Συνεχίζουμε με ανάμειξη 50% κόλλα με 50% ακρυλικό στόκο και στρώνουμε με σπάτουλα άλλα 2 χέρια. Τέλος περνάμε με σπάτουλα τα τελευταία 2 χέρια με ανάμειξη 30% κόλλα με 70% ακρυλικό στόκο. Αν χρειαστει περνάμε άλλο ένα χέρι μόνο στόκο.

Ορισμένοι δουλεύουν με ένα μόνο χέρι ακρυλικού στόκου πάχους 2-3 χιλιοστών, χωρίς 2η στρώση . Χρειάζεται  προσοχή και λεπτομέρεια, δουλεύοντας με σπάτουλα σταυρωτά, ώστε να μήν αφήσουμε κενά ή να βάλουμε παραπανίσιο στόκο και κατά το στέγνωμα κρακελάρει. Εάν παρόλα αυτά απαιτηθεί μπορούμε να κάνουμε μικροεπεμβάσεις μετά από το πλήρες στέγνωμα του αρχικού στόκου, τοπικά.

4- Ετοιμάζουμε το μείγμα για το στοκάρισμα που είναι κουνελόκολλα σε κόκκους και κιμωλία σε σκόνη (για λόγους οικονομίας χρόνου το μείγμα μπορούμε να την ετοιμάσουμε την προηγούμενη μέρα).

Η αναλογία για το στοκάρισμα είναι η εξής:

8 gr μείγματος κόλλας -> 100 ml αποσταγμένο νερό.

20 gr μείγματος κόλλας ->250 ml αποσταγμένο νερό.

Αφού έχουν περάσει 24 ώρες και έχει φουσκώσει η κόλλα, τη λιώνουμε για να φτιάξουμε το μείγμα για το στοκάρισμα. Μετράμε την ποσότητα της κόλλας με μικρά ποτηράκια και τη βάζουμε σε μια λεκάνη. Προσθέτουμε την ίδια ποσότητα κιμωλίας, αφήνουμε το μείγμα για 5-10 λεπτά να ποτιστεί καλά η κιμωλία και μετά ανακατεύουμε καλά μέχρι να διαλυθούν τυχόν σβόλοι. Στη συνέχεια σουρώνουμε το μείγμα με ένα πολύ λεπτό τούλι για τυχόν σκουπιδάκια και σβόλους. Από αυτό το μείγμα κρατάμε την ποσότητα που θα χρειαστούμε για τα 3 πρώτα χέρια για τα οποια το μείγμα θα πρέπει να είναι αραιό. Στην ποσότητα που περισσεύει αν είναι πχ 10 ποτηράκια προσθέτουμε άλλα 4 ποτηράκια κιμωλίας, ανακατεύουμε, τα σουρώνουμε και μοιράζουμε το μείγμα σε μικρά κεσεδάκια, τα οποία αφήνουμε για λίγες ώρες έξω από το ψυγείο και μετά μέσα στο ψυγείο (στο ψυγείο το μείγμα διατηρείται για 15 μέρες περίπου).
5- Αναμειγνύουμε 1 λίτρο κιμωλίας  με μισό λίτρο νερού , 4 κουταλιές της σούπας ζελατίνας  και 1 κουταλάκι του γλυκού λινέλαιο.

Β> Θερμά (πως τα υλικα πρέπει να διατηρούνται ζεστά στην ίδια θερμοκρασία (περί τους 60 βαθμούς κελσίου) κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επικάλυψης, γιατί διαφορετικά θα "μαδάνε" οι στρώσεις.)

1- Βάζουμε 95 gr κουνελόκολλασε 1,5 λίτρο απεσταγμένου νερού και μουλιάζουν για 10-20 λεπτά. Αναμειγνύουμε όλο το νερό και την κόλλα και όχι λίγο-λίγο, γιατί δεν θα γίνει σιρόπι. Αφού πάρει την μορφή σιροπιού ρίχνουμε 1 κιλό κιμωλία.

2- Σε 9 μέρη απεσταγμένου νερού ρίχνουμε 1 μέρος κουνελόκολλα και διαλύουμε σε μπεν μαρί. Αναμειγνύουμε 2 μέρη διαλυμένης κουνελόκολλας με ένα μέρος στόκου.

3- Αναμιγνύουμε κουνελόκολλα, τσίγκο και κιμωλία σε ίσες ποσότητες σε μπεν μαρί, χωρίς να βράσει το μείγμα και δημιουργείται ένας ομοιογενής λευκός χυλός, τον οποίο σουρώνουμε.

4. Διαλύουμε 1 μέρος κουνελόκολλα σε 10 μέρη απεσταγμένο νερό και αναμειγνύουμε σε αυτό 3 μέρη στόκο και 3 μέρη τσίγκο. Το διάλυμμα μοιάζει με ζαχαρούχο γάλα εβαπορέ σε πυκνότητα.

5- Ο παραδοσιακός τρόπος: Λιώνουμε σε ζεστό απεσταγμένο νερό ζελατίνη τόση ώστε να κολλάνε τα δάκτυλα του χεριού μεταξύ τους, παίρνουμε ένα μέρος από την κόλλα και προσθέτουμε σιγά σιγά ανακατεύοντας τσίγκο ή κιμωλία μαζί με λίγο στόκο σε σκόνη GESSO ώστε να ομογενοποιηθούν καλά. Αν πρόκειται να καλύψουμε μουσαμά αγιογραφίας αντί για ξύλο, αφού το ανακατέψουμε καλά προσθέτουμε και λίγοελαιόλαδο.Με το μείγμα αυτό περνάμε ένα χέρι αραιό τον μουσαμά μας (με πλακέ πινέλο) και αφήνουμε να στεγνώσει στον ίσκιο,όχι πάρα πολύ όμως ίσα ίσα να μην αφήνει το δάκτυλό μας αποτύπωμα πάνω στην προετοιμασία.

Αν αντί χρώμα σε σκόνη χρησιμοποιήσουμε ακρυλικό χρώμα όλα τα παραπάνω υλικά τα ανακατεύουμε σε 1/2 κιλό χρώμα.

Οι συνταγές προετοιμασίας ανα τους αιώνες είναι δεκάδες. Μία χρυσή τομή αναλογίας των συστατικών αδρανούς/συνδετικού/πληρωτικού είναι η 1:1:1 ή 1:2:1.

Γενικά πρέπει να σημειώσουμε ότι

  • Τα αδρανή υλικά ( γύψος, κιμωλία, λευκό τιτανίου, λευκό μολύβδου, λευκό ψευδαργύρου, καολίνη, θεικό βάριο) πρέπει να αναμειχθούν οπωσδήποτε με κάποιο συνδετικό μέσο προς δημιουργία παχύρρευστης πάστας

  • οι ιδιότητες των ζωικων κολλών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επεξεργασία τους.

  • Τα συνδετικά πρέπει να είναι χημικώς συμβατά με τις χρωστικές, ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις. Επίσης αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικής φύσεως υλικά (τεχνητά ή φυσικά) στις διαδοχικές  στρώσεις της εικόνας. Δεν συνδυάζεται δηλαδή το αυγό με τον ακρυλικό στόκο ή η κουνελόκολλα με τα ακρυλικά χρώματα. Μπορεί όμως να γίνει πιθανή και συγκρατημένη ανάμειξη υλικών διαφορετικής προέλευσης στην ίδια στρώση (πχ ακρυλικός φορέας με καζεΊνη)

  • Τα έλαια έχουν την τάση να κιτρινίζουν με την πάροδο του χρόνου. Το stand oil είναι προτιμητέο του λινέλαιου για τον λόγο αυτό.

Διαδικασία:

Τα 4 πρώτα χέρια πρέπει να είναι αραιά και στα πλαϊνά του ξύλου, αν προκειται να καλύψουμε και αυτά Με ένα σκληρὸ πινέλο περνάμε όλη την επιφάνεια, σαν να την βάφουμε, φροντίζοντας να ῾῾σπρώχνουμε᾿᾿ τον αρκετὰ αραιωμένο στόκο μὲσα στις τρυπίτσες του υφάσματος. Αν αφήσουμε αέρα σε κάποια τρυπίτσα, αργότερα θα δημιουργήσει πρόβλημα. Χρησιμοποιούμε, αν θέλουμε, πάλι τα χέρια μας για να κλείσουν καλά οι πόροι. Αφού στεγνώσει καλά, επαναλαμβάνουμε το ίδιο ακριβώς, αλλὰ με φορά κάθετη στην προηγούμενη (σταυρωτά).

Το υλικό μας, αν κάνουμε θερμή προετοιμασία, το κρατάμε συνέχεια ζεστό χωρίς να βράσει. Περιμένουμε γύρω στα 45 λεπτά περίπου (εξαρτάται από την θερμοκρασία περιβάλλοντος) να στεγνώσει το ξύλο χωρὶς καμμία τεχνιτὴ επίσπευση του απαιτούμενου χρόνου έτσι ώστε να μην αφήνει κόλλα στο χέρι αν το ακουμπήσουμεΕίναι πολύ σημαντικό να αφήνουμε το στόκο να στεγνώνει πριν περάσουμε το επόμενο χέρι, προσέχοντας κατά πόσο είναι η επιφάνεια νοτισμένη. Η κάθε στρώση πρέπει να "τραβήξει", αλλά όχι να ξεραθεί. Να γίνει, δηλαδή, ματ. Αν στεγνώσει τελείως, θα σκιστεί μόλις περαστούν όλα τα χέρια. Αν πάλι δεν έχει στεγνώσει να γίνει ματ η επιφάνεια, μπορεί να αποθηκευτεί υγρασία ανάμεσα στα στρώματα στόκου που έχουμε περάσει και να σκάσει η επιφάνεια. Χονδρικά το καλοκαίρι περνάμε το επόμενο χέρι μετά από μισή ώρα ή και νωρίτερα, ενώ το χειμώνα, αν υπάρχει υγρασία και κρύο στο δωμάτιο, μετά από 1 ώρα ή και περισσότερο.Λειαίνουμε την επιφάνεια γυαλόχαρτο 500. Περνάμε πάλι σταυρωτά με πινέλο 10 περίπου χέρια στόκου, τρίβοντας κάθε στεγνή στρώση με γυαλόχαρτα 500 ή πιο χονδρό ή πιο ψιλό ανάλογα με το πόσο αδρή επιφάνεια δημιουργήσαμε και τα οποία όσο προχωρά η εργασία, τόσο λεπτύνεται .Στη συνέχειαπερνάμε άλλα 5-8 χέρια με σπάτουλα αυτή τη φορά και γυαλοχαρτάροντας ανάμεσα με όλο και πιο ψιλό γυαλόχαρτο (Νο 1000 μέχρι 1200) .
 

Όταν πρόκειται για μικρές εικόνες με ξύλο θαλάσσης, ο στόκος μπορεί να περαστεί απευθείας πάνω στο ξύλο χωρίς τη χρήση πανιού και χωρίς τον κίνδυνο να σκάσει. Στην περίπτωση αυτή βάζουμε το 1/3 των υλικών και περνάμε μέχρι 10-12 χέρια.

Αν διαπιστώσουμε πὼς το γυαλόχαρτο δεν ῾῾κόβει᾿᾿τότε αλλάζουμε λίγο την αναλογία ακρυλικού στόκου - ξυλόκολλας και αυξάνουμε τον στόκο.Στην αντίθετη περίπτωση, δηλ. αν ο στόκος τρίβεται πολὺ εύκολα αυξάνουμε στην ἀναλογία την κόλλα. Η κιμωλία και το μάρμαρο είναι πιό δύσκολα στο τρίψιμο.

Αφήνουμε 3-5 μέρες να στεγνώσει καλά και βγάζουμε τις ταινίες, κόβουμε με το χέρι την γάζα που περισσεύει στα πλάγια και γυαλοχαρτάρουμε με πολύ πολύ ψιλό γυαλόχαρτο ώστε να γίνει λείο.Τρίβουμε αρχικά με γυαλόχαρτο 180άρι, δύο φορὲς σταυρωτά. Μετὰ άλλες δυο με 220. Αν το γυαλόχαρτο "μπουκώσει" το καθαρίζουμε με πινέλο χοντρό. Κοιτάζουμετην επιφάνεια απὸ μικρὴ γωνία θέασης,ώστε να φανούν τυχὸν ατέλειες ή τρυπούλες στην προετοιμασία, τις οποίες στοκάρουμε τοπικά με αραιό στόκο ή γυαλοχαρτάρουμε με βρεγμένο ντουκόχαρτο. Για διευκόλυνση μπορούμε με μολύβι να κυκλώσουμε τις ατέλειες, ώστε μετά να τις επεξεργαστούμε πιο εύκολα. Ξανατρίβουμε με  800άρι, σταυρωτά και ολοκληρώνουμε με 1200άρι. Η επιφάνεια πρέπει να είναι όσο πιο στιλπνὴ γίνεται.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ

Αφού έχουμε προετοιμάσει το ξύλο ήρθε η ώρα να το προστατέψουμε και να το ομορφύνουμε στα πλάγια και από πίσω.

Πριν από αυτό όμως, θα πρέπει να ζωγραφιστεί στην πίσω όψη το σχήμα του Σταυρού.


Στην συνέχεια το ξύλο πρέπει να προστατευθεί από έντομα όπως είναι το σαράκι και άλλα σκαθάρια, οι τερμίτες κ.α. καθώς και από τους μύκητες που μπορεί να το αποχρωματίσουν ή και να το σαπίσουν.  Με τον τρόπο αυτό και το ξύλο θα προστατευθεί από έντομα και θα αναδειχθεί η ομορφιά του και τα νερά του . Παλιότερα, περνούσαν το πίσω μέρος του ξύλου με λινέλαιο ή λάδι λεβάντας.

Έτσι θα πρέπει να περαστεί είτε με ένα άχρωμο ή έγχρωμο συντηρητικό ξύλου διαλύτου  εμποτισμού, που μπορεί κανείς να βρει στα χρωματοπωλεία, είτε να κατασκευάσει μόνος του  ένα μίγμα με αγνό μελισσοκέρι . (Βλέπε και στο κεφάλαιο "βερνίκια" το κερόνεφτο). Για το κέρωμα αυτό χρειάζονται:

  • 100 γραμμάρια αγνό κερί μέλισσας έχουν όλα τα μαγαζιά με εκκλησιαστικά

  • τερεβινθίνη ή νέφτι άοσμο

  • λιβάνι ή μαστίχα

  • δάφνη ή λεβάντα (προαιρετικά, επειδή διώχνουν το ψαράκι)

Σε ένα γυάλινο βάζο τοποθετούμε το κερί μέλισσας, αφού το έχουμε κόψει σε μικρά κομματάκια. Βλέπουμε να έχει χώρο από πάνω γιατί θα διογκωθεί το μίγμα με την ζέστη. Έπειτα ρίχνουμε τερεβινθίνη μέχρι να καλυφθεί το κερί. Η τερεβινθίνη είναι ένα φυσικό διαλυτικό επειδή είναι δύσκολο να βρεθεί χρησιμοποιούμε άοσμο νέφτι κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα. Τέλος ρίχνουμε 10 κομμάτια λιβάνι ή μαστίχα, αφού τα έχουμε κοπανίσει να γίνουν σκόνη. Οι παλιοί αγιογράφοι θεωρούσαν ότι κάθε Άγιος έχει το άρωμα του οπότε μπορούμε ψάχνοντας σε βιβλία και συναξάρια να βρούμε για τον Άγιο που θέλουμε. Ενδεικτικά αναφέρουμε τριαντάφυλλο για την Παναγιά , υάκινθο για τον Χριστό και κρίνο για τους Αγγέλους . Όταν τα βάλουμε αυτά στην γυάλα την βάζουμε στον ήλιο μέχρι να γίνει το υλικό σαν βούτυρο. Αν είμαστε βιαστικοί μπορούμε να βάλουμε την γυάλα σε μπεν μαρι , δηλαδή να βάλουμε την γυάλα σε ένα μπολ με ζεστό νερό , -χωρίς να είναι στην φωτιά γιατί έχουμε το νέφτι- και ανακατεύουμε μέχρι να λιώσει το κερί. Έπειτα το αφήνουμε να κρυώσει και είναι έτοιμο σαν βούτυρο. Με το μίγμα αυτό περνάμε τα πλάγια και το πίσω μέρος τις εικόνας με πανάκι. Θέλει τρίψιμο αρκετό ώστε να φύγει το περιττό που θα βάλουμε, αφού το ξύλο τραβάει όσο υλικό θέλει. Αν το ξύλο μας είναι ανοικτό πολύ π.χ. φλαμούρι μπορούμε να ρίξουμε λίγο σκόνη αγιογραφίας σε ένα μέρος από το υλικό και να περάσουμε με αυτό. Για ένα ωραίο χρώμα σαν καρυδιά αρκεί σε 5 κουταλιές μίγμα μισό κουταλάκι σιένα ψημένη και μισό όμπρα ψημένη. Το καλό είναι ότι ακόμα και με το χρώμα δεν χάνονται τα νερά του ξύλου.