Το Σχέδιο

(Το θέμα θα εμπλουτίζεται περιοδικά)

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ





Στον σχεδιασμό των χαρακτηριστικών του προσώπου τα μάτια, η μύτη, τ' αυτιά  δεν ακολουθούν τη φυσική και ανατομική αλήθεια. Κι αυτό γιατί  δεν είναι απλά βιολογικά όργανα, αλλά όργανα του Αγίου Πνεύματος, οπότε και αλλοιώθηκαν τόσο πνευματικά όσο και μορφολογικά.
Τα μάτια σχηματίζονται μεγάλα και ζωηρά. Εκφράζουν ψυχική ένταση, αφού «τα μεγάλα εθεάσαντο». Μέσα από αυτά, τα θαυμαστά έργα του Δημιουργού εδράζονται στη συνείδηση του εικονιζόμενου.
Τα αυτιά το ίδιο. Άκουσαν τα μυστήρια του Θεού. Πρόσεξαν τις θείες αποκαλύψεις και όχι τις κοσμικές ειδήσεις. Οι άγιοι είχαν «ώτα ακούειν» τον λόγο του Θεού και τις εντολές Του.
Το ίδιο και η μύτη. Δεν λειτουργεί κατά φύση. Δεν οσφραίνεται τα του κόσμου, αλλά «οσμήν ευωδίας πνευματικής».
Το στόμα σχεδιάζεται μικρό. Ενίοτε χάνεται μέσα στα μουστάκια των αγίων. Δεν μεριμνά ο άγιος τι θα φάει και τι θα πιεί. Ζητά την βασιλεία του Θεού και ξέρει ότι όλα όσα του χρειάζονται θα του τα προσφέρει Αυτός. Τρώει ελάχιστα και τ' απολύτως απαραίτητα. Μιλά τ' αναγκαία και εντελώς πνευματικά. 

(συνοπτική περίληψη από το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή του Α.Π.Θ., Κων/ντίνου Καλοκύρη «Εισαγωγή εις την χριστιανικήν και βυζαντινήν αρχαιολογίαν», Θεσ/νίκη 1975). 

 Το πρόσωπο είναι το πρώτο και κυριότερο σε σχεδιαστικὸ ενδιαφέρον, αφού αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο μιας εικόνας, βάση του οποίου η εικόνα αποκτά σχέση με την ομοιότητα του ιερού προσώπου του Αγίου, που εικονίζει. Το αγιογραφικό σχέδιο του προσώπου είναι μια αφαιρετική απόδοση του φυσικού προσώπου, καθόλου φωτογραφική, αφού τα στοιχεία του προσώπου απαλάσσονται από τις λεπτομέρειες, δεν σκιάζονται και καταγράφονται περισσότερο σαν γεωμετρικά σχήματα. Ακόμα και τα φώτα είναι γεωμετρικά σχήματα παραγόμενα από κανόνες. Η συμμετρία στα μέρη του προσώπου ολοκληρώνει την "λογική" μορφοποίηση, αφού ο αγιογράφος αν έχει το μισό πρόσωπο, αρκεί για να συνθέσει ακριβώς το άλλο μισό.

Τα στοιχεία λοιπόν του προσώπου στην αγιογραφία , τα μάτια , η μύτη, το στόμα, η φόρμα του φωτός, είναι μορφοποιημένα και κωδικοποιημένα συγκροτώντας ένα αρμονικό σύνολο. Ο κύκλος, η καμπύλη, η ευθεία, είναι κυρίαρχα και αναγνώσιμα.

 


Το πρόσωπο στην αγιογραφία της Ορθοδοξίας έχει κατὰ κανόνα το σχήμα αυγού (ωοειδές), με την κορυφὴ στραμμένη προς τα κάτω.

Δύο ειναι οι στάσεις της κεφαλής, όπως συναντώνται: H "κατ' ενώπιον στάση" και η "στάση 3/4". Στην ορθοδοξη αγιογραφία αποφεύγεται η απόλυτα κατ' ενώπιον στάση γι αυτό και διακρίνεται μία ελαφρὰ κλίση του προσώπου προς τα αριστερά ή δεξιά. Στην στάση αυτή το στενὸ μέρος του προσώπου έχει πλάτος μίας μύτης, ενώ το πλατὺ, μίας μύτης και ενὸς τρίτου (1 1/3)" της. Επίσης θα πρέπει να τονιστεί ότι στην αγιογραφία δεν συναντάται στα άγια πρόσωπα η τελείως πλάγια στάση του προσώπου (προφίλ), αφού αυτή αποτελεί ένδειξη ασεβούς ή μη αγίας οντότητας.  


 Η θέση των ματιών στο πρόσωπο είναι πολὺ σημαντική γιατί συνδέεται με την έκφραση του προσώπου.Τα μάτια σχεδιάζονται έτσι ώστε το πάνω βλέφαρο να εφάπτεται με τον οριζόντιο άξονα, που περνά απὸ την κορυφὴ της μύτης.
Η γραμμὴ των ματιών είναι ένας οριζόντιος άξονας (στ΄), που περνάει απὸ το κέντρο των ματιών και τις τέσσερεις άκρες τους, χωρίζοντάς τα σε δύο ίσα μέρη. Η γραμμή αυτή περνά από την ρινική οριζόντιο, εκεί δηλαδή που ξεκινά το κατακόρυφο τμήμα της μύτης.

Τα μάτια σχεδιάζονται μεταξύ τους σε απόσταση ενός ματιού ή μισής μύτης.


Το αριστερό μάτι είναι λίγο ποιο μικρό από το δεξί και έχει πλάτος όσο το πλάτος των πτερυγίων της μύτης. Το δεξί μάτι είναι μεγαλύτερο και έχει πλάτος όσο το ½ του ύψους της μύτης

Στους κατακόρυφους άξονες που υψώνοναι απ΄τα πλάγια των πτερυγίων εφάπτονται οι κανθοί των ματιών (δακρυγόνοι αδένες).  

  •   Ο κεντρικός άξονας β΄ περνά ανάμεσα στο πάχος της μύτης και ορίζει το σημείο μέτρησης.
    Ο άξονας ε' που περνά από την κορυφή της μύτης ορίζει τα άνω βλέφαρα και τις άκρες των αυτιών. 

  • Ο άξονας ζ' εφάπτεται στο κάτω άκρο του βολβού της μύτης  και ορίζει το τελείωμα των λοβών των αυτιών.
    Οι άξονες α΄ και γ΄ ειναι τα σημεία που οριοθετούν το πλάτος του προσώπου και στους οποίους εφάπτονται τα αυτιά.  

Εκφράσεις:

 Γαλήνια έκφραση: Τα φρύδια σε οριζόντια φορά. Η ίριδα διακρίνεται στα 2/3 της επιφάνειας. Η κόρη εφάπτεται των άνω βλεφάρων.
Έκφραση έκπληξης: Τα φρύδια ανασηκωμένα. Η ίριδα στο κέντρο του βολβού. Ο οφθαλμός έχει μεγαλύτερο ύψος. Η κόρη στο κέντρο του οφθαλμού.
Έκφραση τρόμου: Τα φρύδια σχηματίζουν γωνία. Η ίριδα εισχωρεί στα κάτω βλέφαρα. Η κόρη εφάπτεται με το κάτω βλέφαρο. Όρθιες ρυτίδες μεταξύ των φρυδιών

 Γιά την στάση 3/4:


Α. Τραβάμε ένα κάθετο άξονα και ένα κεκλιμένο, που δίνει την κλίση του προσώπου και στον οποίο σχεδιάζουμε το "αυγό".
Β. Χωρίζουμε το "αυγό" σε τρία ίσα μέρη ως προς το ύψος ΑΓ=ΓΔ=ΔΒ. Το ΓΔ (μύτη) είναι ίσο με το ΕΖ (υψος μαλλιών).
Χωρίζουμε τώρα το "αυγό" σε τέσσερα ίσα μέρη ως προς το πλάτος ΗΛ=ΛΓ=ΓΝ=ΝΘ
Στο ΝΞ θα σχεδιαστεί η μύτη, την οποία χωρίζουμε σε τέσσερα ίσα μέρη. Στο δεύτερο από επάνω περνάει ο άξονας των ματιών.
Στο μισό περίπου του κάτω τρίτου ΔΒ σχεδιάζεται το στόμα


ΤΟ ΣΤΟΜΑ


Το στόμα των Αγίων στο πρόσωπο σχεδιάζεται με μικρή φόρμα. Αυτό, διότι οι εν Αγίω Πνεύματι κοινωνούντες δεν έχουν ανάγκη φυσικής τροφής ή λόγου, αλλά πνευματικής. Η άσκηση της αγιότητας μέσα από τη νηστεία και την εγκράτεια της γλώσσας, επίσης, είναι άλλος ένας λόγος που οδηγεί στην απεικόνιση ενός μικρού στόματος.

__________________

Όπως τα μάτια και η μύτη, το στόμα σχεδιάζεται κι αυτό με την μέθοδο της σχηματοποίησης:


  • Το πάνω χείλος μοιάζει με ένα βαθύ πιάτο γυρισμένο ανάποδα, ενώ το κάτω χείλος θυμίζει μισή έλλειψη
  • Το ύψος του στόματος μαζί με τη σκιά του μέχρι το όρος του πηγουνιού είναι ίσο με μισή μύτη, όπως και το μισό του πλάτος.
  • Η ένωση των χειλιών σχηματίζει δύο μικρούς κυματισμούς που σβύνουν στα άκρα.
  • Ο κεντρικός άξονας του στόματος συμπίπτει με εκείνον του προσώπου.
  • Το τμήμα του στόματος της πλατιάς πλευράς του προσώπου γίνεται λίγο πιο μεγάλο από εκείνο της στενής πλευράς.
  • Η απόσταση του στόματος από τη μύτη είναι καθοριστική στην έκφραση του προσώπου και δεν είναι σταθερή, αλλά διαφέρει από πρόσωπο σε πρόσωπο και αγιογράφο σε αγιογράφο.


Η θέση του στόματος στο πρόσωπο βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τη μέση της απόστασης μύτης/πηγουνιού, η οποία ισούται με μισή μύτη. 

Το μήκος του στόματος ορίζεται από τα άκρα των ρουθουνιών και φτάνει το μέγεθος του οφθαλμού, ενώ το πάχος στο κέντρο του είναι το μισό του μήκους του.

Το κάτω χείλος ορίζεται από τους δύο κάθετους άξονες που εφάπτονται της ράχης της μύτης και του μεγαλύτερου  πτερυγίου της .

Στους αγίους με μουστάκι φαίνεται μόνο το κάτω χείλος, αφού οι άκρες του στόματος σκιάζονται από το μουστάκι. Το μουστάκι στην μεγάλη πλευρά του προσώπου επεκτείνεται απο την άκρη του πτερυγίου της μύτης σε απόσταση ίση με το φάρδος του κάτω χείλους, ενώ εκείνο της στενής πλευράς επεκτείνεται σε απόσταση ίση με το μισό φάρδος του κάτω χείλους.

Το κάτω χείλος είναι παχύτερο του επάνω χείλους σε αναλογία 3/2.

 Αν δηλαδή το επάνω χείλος έχει πάχος 2 εκ το κάτω θα έχει 3 εκ. 

Η απόσταση από το άνω μέρος των πτερυγίων της μύτης μέχρι την ένωση άνω και κάτω χείλους είναι ίση με μισή μύτη. 

ΤΟ ΜΑΤΙ



Βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την έκφρασή του, το μάτι.Όπως και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του αγίου προσώπου δεν παριστάνεται με φυσική ή ανατομική αλήθεια, αφού δεν είναι απλά ένα βιολογικό όργανο, αλλά έχει αλλοιωθεί πνευματικά υπό την επήρρεια του Άγιου Πνεύματος, οπότε και μορφολογικά μετασχηματίζεται και αντιρρεαλιστικά παραμορφώνεται. Έτσι τα μάτια  σχεδιάζονται μεγάλα και ζωηρά, αφού "τα μεγάλα εθεάσαντο". Μέσα από τα μάτια, τα έργα και τα θαύματα της παρέμβασης του Δημιουργού πέρασαν στη συνείδηση του εικονιζόμενου.

Τα μάτια δεν λειτουργούν αυτόνομα και αποσπασμένα από το υπόλοιπο σύνολο των χαρακτηριστικών του προσώπου, αφού ο συνδυασμός αυτών  θα εικονίσει την έκφραση του Αγίου. Είτε πρόκειται για ήρεμη ισορροπία, είτε για παρηγορητική σταθερότητα, είτε  για συμπόνοια, θλίψη, αυστηρότητα, δύναμη, ευγένια κλπ

Συχνά μπορεί να συμβαίνει στο ίδιο πρόσωπο να διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα μάτια ή ακόμα και το ένα φρύδι από το άλλο. Άλλοτε πάλι, παρατηρείται μια "αντιπαράθεση" μεταξύ ματιών και χειλιών: ένα ελαφρό σμίξιμο  των φρυδιών, λόγου χάριν,  υποδηλώνει τη θλίψη που προκάλεσε η συμπόνια του αγίου για τις ταλαιπωρίες μας. Για να εξισορροπηθεί αυτή η θλίψη, τα χείλη μπορεί να αποκτήσουν μία υπόνοια  χαμόγελου, για να προτείνουν εσωτερική χαρά. Έτσι επιτυγχάνεται αυτό που ονομάζουμε "χαρμολύπη", δηλαδή μία φωτεινή θλίψη του προσώπου. Άλλοτε πάλι, όταν σχεδιάζονται τα φρύδια να αποδίδουν αυστηρότητα, παράλληλα επιδιώκεται στον σχεδιασμό των χειλιών μία εμβάθυνση της σκιάς στα άκρα τους, ώστε να τους δοθεί ενός είδους ζεστασιά που θα αντιπαραβάλλει στην αυστηρότητα του βλέμματος.


Ο σχεδιασμός του  ματιού   διευκολύνεται, αν το αναλύσουμε σε πρώτα 3 γενικά σχήματα: αμύγδαλο-ρόμβο (μάτι), έλλειψη (ίριδα) και κύκλο (κόρη).

Βοηθητικές είναι κάποιες παρατηρήσεις, που θα οδηγήσουν τα σχήματα στη σωστή τους θέση:

  • Το πάνω βλέφαρο του ματιού εφάπτεται στον οριζόντιο άξονα που διέρχεται την κορυφή της μύτης.
  • Το πλάτος του ματιού (αμύγδαλο) ΙΚ είναι ίσο με το μισό μήκος της μύτης του προσώπου
  • Το ύψος του ΖΘ είναι το μισό του πλάτους του (γραμμή ματιών) ΙΚ
  • Το πλάτος της ίριδας είναι περίπου το μισό του πλάτους ΙΚ
  • Η γραμμή στο καμπύλο πάνω βλέφαρο είναι πιο λεπτή στα άκρα (κανθό και αντίκανθο) και πιο παχειά πάνω από την κόρη. Στο τμήμα που εφάπτεται της κόρης η καμπύλη του άνω βλεφαρου μπορεί να ευθυγραμμιστεί.
  • Η γραμμή στο κάτω βλέφαρο είναι συνήθως ισόπαχη και σαφώς περισσότερο ευθυγραμμισμένη από καμπύλη.
  • Το κάτω μέρος της ίριδας φτάνει μέχρι το μέσον της απόστασης του κάτω βλέφαρου από την γραμμή των ματιών ΙΚ
  • Η ίριδα εφάπτεται στο πάνω βλέφαρο,αλλά δεν καλύπτεται από αυτό.
  • Η κόρη σχεδιάζεται σαν τέλειος κύκλος , εφάπτεται στο πάνω βλέφαρο ή και καλύπτεται λίγο από αυτό, δίνοντας έτσι στο μάτι ηρεμία. Είναι το πιο σκούρο στοιχείο του προσώπου, σχεδόν μαύρη.


Ξεκινάμε τον σχεδιασμό  γράφοντας την οριζόντια γραμμή των ματιών και πάνω σε αυτήν ορίζουμε το πλάτος τους  ΑΒ=μισή μύτη.

Στο κέντρο Ο του τμήματος αυτού φέρουμε ίσου μήκους κάθετο άξονα ΓΔ

Ενώνουμε τα άκρα των δύο αξόνων ΑΓΒΔΑ σε τετράγωνο και ορίζουμε το άνω βλέφαρο από τα 2 σημεία Η και Θ που χωρίζουν ισομερώς τα τμήματα ΑΓ, ΓΒ και ΟΔ. Με βάση, λοιπόν τα σημεία ΑΗΓΘΒ σχεδιάζεται η καμπύλη του άνω βλέφαρου φροντίζοντας να είναι περισσότερο παχιά στο κέντρο και να σβύνει στα άκρα. Αντίστοιχα σχεδιάζουμε και τα κάτω βλέφαρο μεταξύ των σημείων ΒΙΑ με λεπτοτερη γραμμή και ισιώνοντας κάπως την καμπύλη του αμυγδάλου.

Τέλος, η βάση του άνω βλέφαρου (γραμμή της γαλήνης) ακολουθεί το σχήμα του ματιού παράλληλα προς το επάνω βλέφαρο, πλησιάζει περισσότερο τα άκρα (κανθό και αντίκανθο), ενώ απομακρύνεται από το βλέφαρο σε απόσταση φάρδους ίριδας  στο κέντρο του ματιού και πάνω από αυτήν.


Η ΜΥΤΗ



Η μύτη αποτελεί και το βασικό στοιχείο σύγκρισης και μέτρησης των λοιπών χαρακτηριστικών του προσώπου. Λόγου χάριν, το ύψος του προσώπου αντιστοιχεί σε εκείνο τριών μυτών ή το πλάτος του οφθαλμού αντιστοιχεί στο μισό μήκος της μύτης. 

Η θέση της μύτης καθ' ύψος βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του οβαλ του  προσώπου,αν αυτό το διαιρέσουμε σε τρία παράλληλα τμήματα, ενώ κατά πλάτος εξαρτάται από την κλίση περιστροφής του προσώπου.

Η σχηματοποίηση της μύτης, που βέβαια όπως και όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου, δεν αποδίδεται με φυσιοκρατικό τρόπο είναι η ίδια για όλα τα άγια πρόσωπα. 

                                                                         Σχήμα Α 

Φέρουμε τον κεντρικό κάθετο άξονα του προσώπου (η ακριβής του θέση διαφέρει ανάλογα με την στροφή του προσώπου) και χωρίζουμε το οβαλ του προσώπου σε τρία παράλληλα και ίσα μέρη. Στο μεσαίο τμήμα ΛΜΡΣ  θα τοποθετηθεί η μύτη. (σχημα Α)  

Σχήμα Β

Αν το πρόσωπο με το φωτοστέφανο ενταχθεί σε τρεις ομόκεντρους κύκλους, όπου ο καθένας έχει την διπλάσια ακτίνα από τον προηγούμενο, η μύτη έχει το μήκος της μικρότερης των τριών ακτίνων και η θέση της ορίζεται στην κάθετη ακτίνα του μικρότερου κύκλου με αρχή το κέντρο του και τέλος την κάτω περιφέρειά του. 

Σχήμα Γ

Το τελικό φάρδος της μύτης εκτείνεται στο 1/5 της διαμέτρου του μικρού κύκλου και ισούται με το φάρδος ενός οφθαλμού, όπως και με εκείνο του στόματος.

Η μύτη αποτελείται από τρία ΙΣΑ τμήματα: 

1. Τη βάση. Ένα ισόπλευρο ανεστραμμένο τρίγωνο, του οποίου η βάση ορίζει τα άνω βλέφαρα (γραμμή της γαλήνης ) και η κορυφή του ορίζει τη γραμμή που περνάει από τα κάτω βλέφαρα των ματιών.

2. Τη ράχη. Ένα μακρόστενο παραλληλόγραμμο, που καταλαμβάνει όλο το μεσαίο τμήμα της μύτης και έχει φάρδος το μισό της βάσης .

3. Το βολβό. Μία έλλειψη-οβαλ με φάρδος το μισό του ύψους της. 

Δεξιά και αριστερά του βολβού δύο μικρότερες ελλείψεις σχηματοποιούν τα πτερύγια της μύτης (ρουθούνια). Η άνω περιφέρειά τους έρχεται περασιά με εκείνη του βολβού. Το συνολικό μήκος τους εκτείνεται στα 3/4 εκείνου του βολβού.

Το ένα πτερύγιο είναι ελαφρά πιο πλατύ από το άλλο και αντιστοιχεί στο πλατύτερο μέρος του προσώπου. Η εσωτερική πλευρά των πτερυγίων επικαλύπτεται ελαφρά από τον βολβό, ενώ το συνολικό φάρδος καθενός από αυτά ισούται με το 1/3 της βάσης της μύτης.


ΤΑ ΦΡΥΔΙΑ





Δεν αποτελούν μεν αισθητήρια όργανα, αλλὰ παίζουν πρωταρχικὸ ρόλο στη διαμόρφωση της εκφρασης του προσώπου.

Ανάλογα με την κλίση τους, την πυκνότητα, το μέγεθος και την θέση τους σε σχέση με τα μάτια και μεταξύ τους, τα φρύδια δίνουν πολὺ διαφορετικές εκφράσεις στο πρόσωπο .

Αρχίζουν από τη βάση της μύτης  και καταλήγουν στα τελειώματα των βλεφαρίδων.



Είναι συχνά πιθανό το φαινόμενο στο ίδιο πρόσωπο να διαφοροποιούνται μεταξύ τους το ένα φρύδι με το άλλο. Μια ελαφριά ωρίμανση των φρυδιών υποδηλώνει τη θλίψη που προκάλεσε η συμπόνια του αγίου για τις ταλαιπωρίες μας. Για να εξισορροπηθεί αυτή η θλίψη τα χείλη μπορούν να έχουν έναν υπαινιγμό ενός χαμόγελου, για να προτείνουν εσωτερική χαρά. Έτσι επιτυγχάνεται αυτό που ονομάζουμε "χαρμολύπη". Μία φωτεινή θλίψη του προσώπου. Όταν, για παράδειγμα, σχεδιάζονται τα φρύδια να αποδίδουν αυστηρότητα, παράλληλα επιδιώκεται στον σχεδιασμό των χειλιών μία εμβάθυνση της σκιάς στα άκρα τους, ώστε να τους δοθεί ενός είδους ζεστασιά που θα αντιπαραβάλλει στην αυστηρότητα του βλέμματος.